Με το τουτου, βραδάκι, φώτα αναμένα, παράθυρα κατεβασμένα (δροσούλα):smilea:
Είμαι στο κάτω μέρος των υψηλών αλωνιών και, με βαριεστημέμα 20-25 (τρίτη ρελαντί και το πόδι στο φρένο:ZZZ: ) πλησιάζω προς το σταυροδρόμι (μετά τη διχάλα). είμαι περίπου 5 μήκη αμαξιού μακριά και δεν υπάρχει κανείς μπροστά μου, κανείς πίσω μου. Στο σταυροδρόμι, διασχίζει το δρόμο ηλικιωμένη γυνή. Σπρώχνει καροτσάκι μωρού.
Απ'ότι παρατηρώ, λοιπόν, η γυνή με κοιτάει και, καθώς σπρώχνει το καρότσι, μου κάνει κάτι χειρονομίες. Μπα...
έχω φτάσει λοιπόν, στο σταυροδρόμι, η γυνή ευρίσκεται μετά τροχοφόρου βρεφομεταφορέα, ασφαλώς επί του πεζοδρομίου. Επιβραδύνω, εώς ότου δύναμαι να ελέγξω σαφώς δια όχημα τυχόν προσεγγίζον τη διασταύρωση.
Αίφνης, ακούω φωνήν εξ αριστερών, προερχόμενη βεβαίως εκ της προαναφερθείσας γηραιάς γυνής:
-Μα δε βλέπ'ς μπροστά σου;!!!
Όντας ακινητοποιημένος και επομένως ασφαλής, κοιτώ προς την κατεύθυνση αυτής. Δια τεταμένης χειρός, η γυνή έσειε τη γροθιά της, θεωρώ προς το άτομό μου.
Προς στιγμή, δίστασα. Θεώρησα την απάντηση "Αν δε σε έβλεπα, μωρή ηλίθια, τώρα δε θα ζούσες", μα απεφάσισα να σιωπήσω.
Αμφιβάλλοντας δια τη ψυχική υγεία της γραίας, την ικανότητα της να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να εκτιμά με ακρίβεια την ασφάλειά της, απέφυγα οιαδήποτε λεκτική επικοινωνία και αλλαγή έκφρασης του προσώπου μου και συνέχισα την πορεία μου, καθώς η διασταύρωση είτω ελευθέρα οχημάτων.