μετα την αγαπημενη μου αλικη σας αφιερωνω αλλη μια ιστορια, την ιδια δοση λυρικης μελαγχολιας κ μακαβριου ρομαντισμου!
Ήμασταν 15 ή 16 εκείνο το καλοκαίρι που ορκιστήκαμε σιωπηλά. Το ξέραμε καιρό τώρα αλλά κανείς ποτέ δεν είχε μιλήσει γι’αυτο. Απλά τώρα ήρθε η ώρα κ δεν έπρεπε να κάνουμε πίσω. Έτσι κ έγινε. Πήραμε τα μπαστουνιά με τις στρογγυλές λαβες, φορέσαμε τα περίεργα καπελά κ χαθήκαμε στη πόλη. Ήμασταν τέσσερις φιγούρες παράφωνα βγαλμένες από μια άλλη εποχή που έχει περάσει ανεπίστρεπτη.
Δεν άργησε να γίνουμε στόχος των πειραγμάτων των συνομήλικων μας κ όχι μόνο. Ωραία, το σχέδιο προχωρούσε. Τα θύματά μας εντοπίζονταν, περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή κ ορμούσαμε πάνω τους άλλοτε αφηνιασμένοι κ άλλοτε με χάρη που άρμοζε στην αμφίεση με τα καπέλα κ τα μπαστουνιά με τις μεταλλικές λαβες. Το αποτέλεσμα όμως δεν άλλαζε η οργή ξεχείλιζε από τα βρώμικα μυαλά μας κ τα μπαστουνιά μας πάντα υπάκουα να χτυπήσουν, να ματώσουν, να χιμήξουν πάνω στο μαλακά που το πρωί μας χλεύαζε, γιατί έβλεπε μόνο το περιτύλιγμα, γιατί έτσι ήθελε, γιατί τόσο ήξερε, γιατί έτσι έμαθε, γιατί έτσι του είπαν, γιατί δεν προσπάθησε να καταλάβει ποτέ, γιατί δεν ήξερε ότι όταν νυχτώσει ο νόμος θα’μαι’γω. Σταματούσαμε μονάχα όταν το κρεσέντο άλλαζε ρυθμό κ ακουγόταν σαν σκονισμένο ρέκβιεμ.
Αυτό ήταν το σύνθημα να αποχωρίσουμε νικητές, γεμάτοι αδρεναλίνη, ικανοποίηση κ ευφορία να χαϊδεύει τα εσώψυχα μας. Αυτή η αίσθηση ήταν μοναδική. Έμοιαζε με την αίσθηση που έχει μια αγέλη λυσσασμένων λύκων που γλίτωσαν απ’το κυνήγι κ τώρα βρίσκονται ανάμεσα σε ένα νεκρό κοπάδι ελαφιών. Δε μιλούσαμε πολύ για αυτή αλλά την ένιωθες να πλανάται ανάμεσα μας. Έτσι παρέα με τα δαιμόνια μας απομακρυνόμασταν από τον άτυχο καλεσμένο κ φεύγαμε με καμαρωτό περπάτημα ανάλογο της αμφίεσης μας. Συνεχίσαμε για κάμποσο καιρό να διανέμουμε βιαία την οργή μας στους δρόμους της πόλης κ αυτό είναι γεγονός μια γενιά που δε φοβάται να παίξει το παιχνίδι τους κάπως αλλιώς.
Τελευταία η πόλη ολοένα μίκραινε όταν καθρεφτιζόταν στο αίμα πάνω στις μεταλλικές λαβες ή στην υγρασία πάνω στα ολοκόκκινα φύλλα των τριαντάφυλλων. Έτσι ξεκινήσαμε τις αναίμακτες πλέον, σιωπηλές ποριές στο βουνό, σύντομα ανακαλύψαμε ένα ξέφωτο δίπλα στο γκρεμό. Δεν άργησε να γίνει «ο κόσμος» μας. Εκεί ψηλά, μόνοι μας με τα φώτα του ουρανού να δίνουν άρωμα στα όνειρα μας, χορεύαμε με τις αστρικές νεράιδες του μυαλού μας ή δαμάζαμε νέα δαιμόνια. Όταν πλησίαζες το χείλος έβλεπες πανοραμικά τη πόλη, να χύνετε κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου. Δεν ήταν τίποτα, ήμουν τα πάντα. Καθόμασταν για ώρες εκεί, ξαπλωμένοι ανάσκελα, αμίλητοι, αφοσιωμένοι στο γαλαξιακό μας κέντημα, μετρώντας τους γυάλινους κόμπους του κ βλέποντας τις στιγμές, τα λεπτά κ τις ώρες να περνούν αδιάφορα από μπροστά μας.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν βήματα, δε κουνηθήκαμε. Πλησίαζε κι άλλο, ήταν στον κόσμο μας τώρα. Δεν έπρεπε.
Πριν ακουστεί το επόμενο βήμα ήμασταν γύρω του. Έτοιμοι. Αγέλαστοι κ ανέκφραστοι σαν πέτρινα αγάλματα που έστεκαν εκεί χιλιάδες χρόνια τώρα . Οι λαβες των πιστών μπαστουνιών μας σχεδόν έλαμπαν πολλαπλασιάζοντας τη λάμψη των αστερίων κ στέλνοντας μικροδονήσεις μιας περίεργης ενέργειας παντού. Απόψε ο ρυθμός τους ακουγόταν παράξενα λυπητερός μη μπορώντας να ακολουθήσει τη δύνη της οργής μας. Ο τελευταίος κτύπος της καρδιάς του δε μπόρεσε να σταματήσει τη γιορτή μας. Μόνον οι πρώτες ακτίνες του ήλιου το κατάφεραν. Οι καρδιές όμως χτυπούσαν ακόμα δυνατά, τα μάτια μας γυάλιζαν κ τα μυαλά μας έβραζαν.
.................................................
Δε ξέρω πόσες φορές περίμενα τον ήλιο να κάνει το υπερατλαντικό του ταξίδι μέχρι να ξαναγυρίσει σ’εμένα, αλλά ξέρω ότι δε θα αργήσουν να με βρουν.
Εδώ.
Καθισμένο σ’ένα βρώμικο θρόνο, απόλυτο άρχοντα του κόσμου μου. Κατακόκκινο κ κατάκοπο, μέσα σε μια αγρία γαληνή, με τους νεκρούς πλέον, υπηκόους γύρω μου, έχοντάς μου ορκιστεί σιωπηλά ...αιώνια αφοσίωση.
κ εδω φανερες οι επιρροες