Είναι βράδυ. Ένας τύπος είναι με το αυτοκίνητο του σε ερημικό μέρος και παρατηρεί ότι είναι έτοιμος να μείνει από βενζίνη... Αναρωτιέται τι θα κάνει
τώρα. Μπροστά του ο δρόμος διακλαδίζεται και έχει μία πινακίδα που λέει ότι
προς τη μια μεριά είναι το Πανωχώρι και προς την άλλη είναι το Κατωχώρι. Ο φίλος μας το σκέφτεται και λέει να τραβήξει προς το Κατωχώρι που είναι και κατηφόρα...
Παίρνει την κατηφόρα και μετά από λίγο το αυτοκίνητο μένει από βενζίνα. Ο
δρόμος είναι σκοτεινός... Στο βάθος του δρόμου το μόνο φωτεινό σημείο είναι μία πινακίδα που έλεγε "ΒAR"... "Πάλι καλά. Κάποιος θα μου πει που να βρω βενζίνη", σκέφτεται.
Μπαίνει μέσα στο μαγαζί και παρατηρεί μία περίεργη εικόνα. Αρκετός κόσμος μέσα αλλά όλοι σιωπηλοί, νωχελικοί. Ο μπάρμαν αργά - αργά σκούπιζε ένα ποτήρι...
- Συγνώμη, λέει στον μπάρμαν. Έχω μείνει από βενζίνη και επειδή είμαι ξένος...
- Ξ Ε Ν Ο Σ είπες; Παιδιά ένας ξένος, φώναξε δυνατά...
- Ξ Ε Ν Ο Σ; αποκρίθηκαν όλοι, ΝΑ ΤΟΝ Γ@ΜΗΣΟΥΜΕ, ΝΑ ΤΟΝ Γ@ΜΗΣΟΥΜΕ!!!!
Παναγία μου, σκέφτεται ο τύπος. Τι συμβαίνει εδώ;
- Ξ Ε Ν Ο Σ, Ξ Ε Ν Ο Σ, ΝΑ ΤΟΝ Γ@ΜΗΣΟΥΜΕ!!! φωνάζανε όλοι και πετώντας
καρέκλες, τραπέζια, πάνε όλοι καταπάνω του...
Ο τύπος αρχίζει να τρέχει και βγαίνει από το μαγαζί... Όλοι από πίσω να τον κυνηγάνε και να φωνάζουνε...
- Ξ Ε Ν Ο Σ, Ξ Ε Ν Ο Σ, ΝΑ ΤΟΝ Γ@ΜΗΣΟΥΜΕ!!!
Ο τύπος έχει τρομοκρατηθεί... Ξαφνικά ο δρόμος φωτίζεται όλος!!! Ανοίγουν πόρτες, παράθυρα, κόσμος βγαίνει μέσα από τα σπίτια, πηδάνε από τα παράθυρα και να φωνάζουνε όλοι:
- Ξ Ε Ν Ο Σ, Ξ Ε Ν Ο Σ, ΝΑ ΤΟΝ Γ@ΜΗΣΟΥΜΕ!!!
Ο τύπος τα έχει κάνει πάνω του, τρέχει απεγνωσμένα, βλέπει την πινακίδα που λέει "ΠΑΝΩΧΩΡΙ". Κάποιον άνθρωπο θα βρω εκεί να με βοηθήσει, σκέφτεται και τρέχει με όση δύναμη έχει... Από πίσω του ο όχλος έχει γίνει τεράστιος και όλοι να ουρλιάζουν:
- Ξ Ε Ν Ο Σ, Ξ Ε Ν Ο Σ, ΝΑ ΤΟΝ Γ@ΜΗΣΟΥΜΕ!!!
Φτάνει στα σύνορα του χωριού. "ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΠΑΝΩΧΩΡΙ", έλεγε η πινακίδα. Θεέ μου σώθηκα!!! σκέφτεται, αφού βλέπει κόσμο να στέκεται εκεί. Γυρνάει πίσω του και βλέπει τον κόσμο που τον κυνήγαγε να έχει σταματήσει και να επιστρέφουν προς το χωριό τους. Ο τύπος πέφτει εξαντλημένος στην αγκαλιά ενός γέρου...
- Δεν θα το πιστέψετε τι μου συνέβη...
Πάει να πει ο τύπος και ο γέρος τον αγκαλιάζει στοργικά και του λέει:
- Γιατί να μην σε πιστέψω... Είμαι 87 χρονών και έχουν δει πολλά τα μάτια
μου αλλά ένα είναι σίγουρο... Όσα χρόνια θυμάμαι εδώ στο χωριό πάντα οι
Κατωχωρίτες τρέχουν και εμείς γ@μ@με.